Λεξιλόγιο

Βεγγαλική – Ρήματα Άσκηση

αποκρυπτογραφώ
Αποκρυπτογραφεί την μικρογραφία με έναν μεγεθυντικό φακό.
εξαρτώμαι
Είναι τυφλός και εξαρτάται από εξωτερική βοήθεια.
λέω
Της λέει ένα μυστικό.
ελέγχω
Ο οδοντίατρος ελέγχει την οδοντοστοιχία του ασθενούς.
αναχωρώ
Οι διακοπές μας αναχώρησαν χθες.
περνάω
Οι δύο περνούν ο ένας δίπλα από τον άλλο.
κλωτσώ
Στις πολεμικές τέχνες, πρέπει να μπορείς να κλωτσήσεις καλά.
αναφέρω
Ο δάσκαλος αναφέρεται στο παράδειγμα στον πίνακα.
τυφλώνομαι
Ο άντρας με τα σήματα έχει τυφλωθεί.
επισκέπτομαι
Επισκέπτεται το Παρίσι.
συνοδεύω
Η φίλη μου μ‘ αρέσει να με συνοδεύει όταν ψωνίζω.
ξεκινώ
Οι πεζοπόροι ξεκίνησαν νωρίς το πρωί.