Λεξιλόγιο
Αρμενικα – Ρήματα Άσκηση
εκτελώ
Εκτελεί την επισκευή.
τηλεφωνώ
Μπορεί να τηλεφωνήσει μόνο κατά τη διάρκεια του διαλείμματος για το φαγητό της.
γεύομαι
Ο αρχιμάγειρας γεύεται τη σούπα.
συνοδεύω
Η φίλη μου μ‘ αρέσει να με συνοδεύει όταν ψωνίζω.
ανακαλύπτω
Ο γιος μου πάντα ανακαλύπτει τα πάντα.
γίνομαι
Έχουν γίνει μια καλή ομάδα.
πληρώνω
Πληρώνει ηλεκτρονικά με πιστωτική κάρτα.
υποστρέφω
Δύο αυτοκίνητα υπέστησαν ζημιές στο ατύχημα.
τρέχω μακριά
Όλοι έτρεξαν μακριά από τη φωτιά.
χτυπώ
Χτυπά τη μπάλα πάνω από το δίχτυ.
κλωτσώ
Τους αρέσει να κλωτσούν, αλλά μόνο στο ποδοσφαιράκι.