Λεξιλόγιο

Βουλγαρικά – Ρήματα Άσκηση

φοβάμαι
Το παιδί φοβάται στο σκοτάδι.
απολαμβάνω
Εκείνη απολαμβάνει τη ζωή.
υποστρέφω
Δύο αυτοκίνητα υπέστησαν ζημιές στο ατύχημα.
αποδέχομαι
Δεν μπορώ να το αλλάξω, πρέπει να το αποδεχτώ.
συναντώ
Μερικές φορές συναντιούνται στη σκάλα.
πλησιάζω
Εκείνη πλησιάζει από τις σκάλες.
ελέγχω
Ο οδοντίατρος ελέγχει τα δόντια.
γράφω
Γράφει ένα γράμμα.
φέρνω
Το μάθημα γλώσσας φέρνει μαζί μαθητές από όλο τον κόσμο.
παραδίδω
Ο σκύλος μου μου παρέδωσε μια περιστεριά.
πηγαίνω
Πού πηγαίνετε και οι δύο;
περιμένω
Η αδερφή μου περιμένει παιδί.