Λεξιλόγιο
Βεγγαλική – Ρήματα Άσκηση
ανεβαίνω
Η ομάδα πεζοπορίας ανέβηκε στο βουνό.
προκαλώ
Ο καπνός προκάλεσε τον συναγερμό.
γίνομαι
Έχουν γίνει μια καλή ομάδα.
ξυπνώ
Το ξυπνητήρι τη ξυπνά στις 10 π.μ.
στέλνω
Σου έστειλα ένα μήνυμα.
εισάγω
Παρακαλώ εισάγετε τον κωδικό τώρα.
αποφασίζω
Δεν μπορεί να αποφασίσει ποια παπούτσια να φορέσει.
συμφωνώ
Οι γείτονες δεν μπορούσαν να συμφωνήσουν στο χρώμα.
δείχνω
Δείχνει την τελευταία μόδα.
πλένω
Δεν μου αρέσει να πλένω τα πιάτα.
χτυπώ
Το τρένο χτύπησε το αυτοκίνητο.