Λεξιλόγιο
Μάθετε Ρήματα – Τσεχικά
potřebovat jít
Naléhavě potřebuji dovolenou; musím jít!
πρέπει
Χρειάζομαι επειγόντως διακοπές· πρέπει να πάω!
změnit
Kvůli klimatickým změnám se mnoho změnilo.
αλλάζω
Πολλά έχουν αλλάξει λόγω της κλιματικής αλλαγής.
řešit
Marně se snaží řešit problém.
λύνω
Προσπαθεί εις μάτην να λύσει ένα πρόβλημα.
třídit
Rád třídí své známky.
ταξινομώ
Του αρέσει να ταξινομεί τα γραμματόσημά του.
ochutnat
Hlavní kuchař ochutnává polévku.
γεύομαι
Ο αρχιμάγειρας γεύεται τη σούπα.
napodobit
Dítě napodobuje letadlo.
μιμούμαι
Το παιδί μιμείται ένα αεροπλάνο.
spojit
Tento most spojuje dvě čtvrti.
συνδέω
Αυτή η γέφυρα συνδέει δύο γειτονιές.
vyhodit
Nevyhazuj nic ze šuplíku!
πετάω
Μην πετάς τίποτα από το συρτάρι!
sloužit
Psi rádi slouží svým majitelům.
υπηρετώ
Τα σκυλιά αρέσει να υπηρετούν τους ιδιοκτήτες τους.
přijít k tobě
Štěstí přichází k tobě.
έρχομαι σε σένα
Η τύχη έρχεται προς τα εκεί.
číst
Nemohu číst bez brýlí.
διαβάζω
Δεν μπορώ να διαβάσω χωρίς γυαλιά.