Λεξιλόγιο
Μάθετε Ρήματα – Τσεχικά
povídat si
Studenti by si během hodiny neměli povídat.
κουβεντιάζω
Οι μαθητές δεν πρέπει να κουβεντιάζουν κατά τη διάρκεια του μαθήματος.
setkat se
Poprvé se setkali na internetu.
συναντώ
Συναντήθηκαν για πρώτη φορά στο διαδίκτυο.
doprovodit
Mé dívce se líbí mě při nakupování doprovodit.
συνοδεύω
Η φίλη μου μ‘ αρέσει να με συνοδεύει όταν ψωνίζω.
vyhrát
Snaží se vyhrát v šachu.
κερδίζω
Προσπαθεί να κερδίσει στο σκάκι.
utrácet
Musíme utrácet hodně peněz na opravy.
δαπανώ χρήματα
Πρέπει να δαπανήσουμε πολλά χρήματα για επισκευές.
vrátit se
Otec se vrátil z války.
επιστρέφω
Ο πατέρας έχει επιστρέψει από τον πόλεμο.
dívat se
Všichni se dívají na své telefony.
κοιτώ
Όλοι κοιτούν τα τηλέφωνά τους.
promluvit
Chce promluvit ke své kamarádce.
εκφράζομαι
Θέλει να εκφραστεί στη φίλη της.
mluvit špatně
Spolužáci o ní mluví špatně.
μιλώ κακά
Οι συμμαθητές της μιλούν κακά για εκείνη.
kontrolovat
Zubní lékař kontroluje pacientův chrup.
ελέγχω
Ο οδοντίατρος ελέγχει την οδοντοστοιχία του ασθενούς.
objevit
Vodě se náhle objevila obrovská ryba.
εμφανίζομαι
Ένα τεράστιο ψάρι εμφανίστηκε ξαφνικά στο νερό.