Λεξιλόγιο

Μάθετε Ρήματα – Αντίγε

спать дольше
Они хотят, чтобы наконец однажды поспать подольше.
spat‘ dol‘she
Oni khotyat, chtoby nakonets odnazhdy pospat‘ podol‘she.
κοιμάμαι
Θέλουν επιτέλους να κοιμηθούν για μία νύχτα.
отменять
К сожалению, он отменил встречу.
otmenyat‘
K sozhaleniyu, on otmenil vstrechu.
ακυρώνω
Δυστυχώς ακύρωσε τη συνάντηση.
получить обратно
Я получил сдачу обратно.
poluchit‘ obratno
YA poluchil sdachu obratno.
πήρα
Πήρα τα ρέστα πίσω.