धुवणे
आई तिच्या मुलाचे अंग धुवते.
Dhuvaṇē
ā‘ī ticyā mulācē aṅga dhuvatē.
πλένω
Η μητέρα πλένει το παιδί της.
अभ्यास करणे
माझ्या विद्यापीठात अनेक स्त्रियांचा अभ्यास चालू आहे.
Abhyāsa karaṇē
mājhyā vidyāpīṭhāta anēka striyān̄cā abhyāsa cālū āhē.
μελετώ
Υπάρχουν πολλές γυναίκες που μελετούν στο πανεπιστήμιό μου.
प्रकाशित करणे
प्रकाशक ह्या मासिकांची प्रकाशना करतो.
Prakāśita karaṇē
prakāśaka hyā māsikān̄cī prakāśanā karatō.
δημοσιεύω
Ο εκδότης κυκλοφορεί αυτά τα περιοδικά.
आडवणे
धुक दरारींना आडवतं.
Āḍavaṇē
dhuka darārīnnā āḍavataṁ.
παρκάρω
Τα αυτοκίνητα είναι παρκαρισμένα στο υπόγειο γκαράζ.