Λεξιλόγιο
Μάθετε Ρήματα – Τσεχικά
zlepšit
Chce si zlepšit postavu.
βελτιώνω
Θέλει να βελτιώσει το σώμα της.
navštívit
Starý přítel ji navštíví.
επισκέπτομαι
Μια παλιά φίλη την επισκέπτεται.
mluvit
V kině by se nemělo mluvit nahlas.
μιλώ
Δεν πρέπει να μιλάμε πολύ δυνατά στο σινεμά.
vidět
S brýlemi vidíte lépe.
βλέπω
Μπορείς να βλέπεις καλύτερα με γυαλιά.
ignorovat
Dítě ignoruje slova své matky.
αγνοώ
Το παιδί αγνοεί τα λόγια της μητέρας του.
pokazit se
Dnes se všechno pokazilo!
πηγαίνω στραβά
Όλα πηγαίνουν στραβά σήμερα!
doprovodit
Mé dívce se líbí mě při nakupování doprovodit.
συνοδεύω
Η φίλη μου μ‘ αρέσει να με συνοδεύει όταν ψωνίζω.
patřit
Moje žena mi patří.
ανήκω
Η γυναίκα μου ανήκει σε μένα.
zabít
Buďte opatrní, s tou sekerou můžete někoho zabít!
σκοτώνω
Πρόσεχε, μπορείς να σκοτώσεις κάποιον με αυτό το τσεκούρι!
požadovat
Můj vnuk po mě hodně požaduje.
απαιτώ
Το εγγόνι μου με απαιτεί πολύ.
poslouchat
Děti rády poslouchají její příběhy.
ακούω
Τα παιδιά αρέσει να ακούνε τις ιστορίες της.