给
他把钥匙给了她。
Gěi
tā bǎ yàoshi gěile tā.
δίνω
Της δίνει το κλειδί του.
站起来
她再也不能自己站起来了。
Zhàn qǐlái
tā zài yě bùnéng zìjǐ zhàn qǐláile.
σηκώνομαι
Δεν μπορεί πλέον να σηκωθεί μόνη της.
悬挂
冬天,他们悬挂了一个鸟屋。
Xuánguà
dōngtiān, tāmen xuánguàle yīgè niǎo wū.
κρεμώ
Το χειμώνα, κρεμούν μια πτηνοτροφείο.
洗碗
我不喜欢洗碗。
Xǐ wǎn
wǒ bù xǐhuān xǐ wǎn.
πλένω
Δεν μου αρέσει να πλένω τα πιάτα.