wracać do domu
On wraca do domu po pracy.
πηγαίνω σπίτι
Πηγαίνει σπίτι μετά τη δουλειά.
odezwać się
Kto wie coś, może odezwać się w klasie.
παίρνω το λόγο
Όποιος ξέρει κάτι μπορεί να πάρει το λόγο στην τάξη.
prowadzić
Kowboje prowadzą bydło konno.
οδηγώ
Οι καουμπόηδες οδηγούν τα βοοειδή με άλογα.
naprawić
Chciał naprawić kabel.
επισκευάζω
Ήθελε να επισκευάσει το καλώδιο.