Λεξιλόγιο
Ταϊλανδεζικά – Ρήματα Άσκηση
αποσύρω
Πώς πρόκειται να αποσύρει αυτό το μεγάλο ψάρι;
ολοκληρώνω
Έχουν ολοκληρώσει το δύσκολο έργο.
απογειώνομαι
Το αεροπλάνο μόλις απογειώθηκε.
υποστηρίζω
Υποστηρίζουμε την δημιουργικότητα του παιδιού μας.
συστήνω
Συστήνει τη νέα του κοπέλα στους γονείς του.
προσλαμβάνω
Η εταιρεία θέλει να προσλάβει περισσότερους ανθρώπους.
ψηφίζω
Ψηφίζει κανείς υπέρ ή κατά ενός υποψηφίου.
συμμετέχω
Συμμετέχει στον αγώνα.
ακούω
Ακούει και ακούει έναν ήχο.
κάθομαι
Πολλοί άνθρωποι κάθονται στο δωμάτιο.
υποστρέφω
Δύο αυτοκίνητα υπέστησαν ζημιές στο ατύχημα.