Λεξιλόγιο

Μάθετε Ρήματα – Ταϊλανδεζικά

ทำให้สมบูรณ์
เขาทำให้เส้นทางการวิ่งสมบูรณ์ทุกวัน
Thảh̄ı̂ s̄mbūrṇ̒
k̄heā thảh̄ı̂ s̄ênthāngkār wìng s̄mbūrṇ̒ thuk wạn
ολοκληρώνω
Ολοκληρώνει τη διαδρομή του κάθε μέρα.
เช่า
เขาเช่าบ้านของเขา
chèā
k̄heā chèā b̂ān k̄hxng k̄heā
εκμισθώνω
Εκμισθώνει το σπίτι του.
ฝึก
สุนัขถูกฝึกโดยเธอ
f̄ụk
s̄unạk̄h t̄hūk f̄ụk doy ṭhex
εκπαιδεύω
Ο σκύλος εκπαιδεύεται από εκείνη.
กลับบ้าน
เขากลับบ้านหลังจากทำงาน
klạb b̂ān
k̄heā klạb b̂ān h̄lạngcāk thảngān
πηγαίνω σπίτι
Πηγαίνει σπίτι μετά τη δουλειά.
รับผิดชอบ
แพทย์รับผิดชอบการรักษา
Rạbp̄hidchxb
phæthy̒ rạbp̄hidchxb kār rạks̄ʹā
είμαι υπεύθυνος
Ο γιατρός είναι υπεύθυνος για τη θεραπεία.
ขี่
เด็กๆชอบขี่จักรยานหรือสคูเตอร์
k̄hī̀
dĕk«chxb k̄hī̀ cạkr yān h̄rụ̄x s̄ khū texr̒
πετώ
Στα παιδιά αρέσει να πετάνε με ποδήλατα ή πατίνια.
อยู่เบื้องหลัง
เวลาในวัยหนุ่มสาวของเธออยู่เบื้องหลังไกลแล้ว
xyū̀ beụ̄̂xngh̄lạng
welā nı wạy h̄nùm s̄āw k̄hxng ṭhex xyū̀ beụ̄̂xngh̄lạng kịl læ̂w
βρίσκομαι
Ο χρόνος της νιότης της βρίσκεται πολύ πίσω.
เขียนถึง
เขาเขียนถึงฉันสัปดาห์ที่แล้ว
K̄heīyn t̄hụng
k̄heā k̄heīyn t̄hụng c̄hạn s̄ạpdāh̄̒ thī̀ læ̂w
γράφω σε
Μου έγραψε την περασμένη εβδομάδα.
กอด
แม่กอดเท้าเด็ก
kxd
mæ̀ kxd thêā dĕk
αγκαλιάζω
Η μητέρα αγκαλιάζει τα μικρά πόδια του μωρού.
มอง
เธอมองผ่านกล้องส่องทางไกล
mxng
ṭhex mxng p̄h̀ān kl̂xngs̄̀xngthāngkịl
κοιτώ
Κοιτάει μέσα από κιάλια.
ขึ้น
กลุ่มเดินป่าขึ้นเขา
k̄hụ̂n
klùm dein p̀ā k̄hụ̂n k̄heā
ανεβαίνω
Η ομάδα πεζοπορίας ανέβηκε στο βουνό.
หยุด
ผู้หญิงหยุดรถ
h̄yud
p̄hū̂h̄ỵing h̄yud rt̄h
σταματώ
Η γυναίκα σταματά ένα αυτοκίνητο.