อนุญาต
คนไม่ควรอนุญาตให้ภาวะซึมเศร้า
xnuỵāt
khn mị̀ khwr xnuỵāt h̄ı̂ p̣hāwa sụm ṣ̄er̂ā
επιτρέπω
Δεν πρέπει να επιτρέπει κανείς την κατάθλιψη.
เปิด
คุณช่วยเปิดกระป๋องนี้ให้ฉันได้มั้ย?
Peid
khuṇ ch̀wy peid krap̌xng nī̂ h̄ı̂ c̄hạn dị̂ mậy?
ανοίγω
Μπορείς να ανοίξεις αυτό το κουτί για μένα;
โชว์ออฟ
เขาชอบโชว์ออฟเงินของเขา
chow̒ xxf
k̄heā chxb chow̒ xxf ngein k̄hxng k̄heā
επιδεικνύω
Του αρέσει να επιδεικνύει τα χρήματά του.
โกหก
บางครั้งคนต้องโกหกในสถานการณ์ฉุกเฉิน
koh̄k
bāng khrậng khn t̂xng koh̄k nı s̄t̄hānkārṇ̒ c̄hukc̄hein
λέω
Μερικές φορές πρέπει να λες ψέματα σε μια έκτακτη κατάσταση.