бязсільны
бязсільны чалавек
biazsiĺny
biazsiĺny čalaviek
άνευ δυνάμεων
ο άνδρας χωρίς δυνάμεις
патрэбны
патрэбны ліхтар
patrebny
patrebny lichtar
απαραίτητος
η απαραίτητη φακός
глупы
глупы хлопчык
hlupy
hlupy chlopčyk
ηλίθιος
το ηλίθιο αγόρι
гамасэксуальны
двое гамасэксуальных мужчын
hamaseksuaĺny
dvoje hamaseksuaĺnych mužčyn
ομοφυλόφιλος
δύο ομοφυλόφιλοι άνδρες