Λεξιλόγιο

Μάθετε Επίθετα – Πορτογαλικά (PT)

tolo
um casal tolo
ανόητος
ένα ανόητο ζευγάρι
injusto
a divisão de trabalho injusta
άδικος
η άδικη κατανομή εργασίας
coxo
um homem coxo
χωλός
ένας χωλός άντρας
fraco
a doente fraca
αδύναμος
η αδύναμη ασθενής
incolor
a casa de banho incolor
χωρίς χρώμα
το αχρωμάτιστο μπάνιο
molhado
as roupas molhadas
βρεγμένος
τα βρεγμένα ρούχα
igual
dois padrões iguais
ίδιος
δύο ίδια σχέδια
violeta
a flor violeta
βιολετί
το βιολετί λουλούδι
maravilhoso
uma cascata maravilhosa
υπέροχος
ένα υπέροχος καταρράκτης
seco
a roupa seca
ξηρός
τα ξηρά ρούχα
remoto
a casa remota
απομακρυσμένος
το απομακρυσμένο σπίτι
tímido
uma menina tímida
ντροπαλός
ένα ντροπαλό κορίτσι