падабацца
Яй больш падабаецца шакалад за авёсак.
padabacca
Jaj boĺš padabajecca šakalad za aviosak.
αρέσω
Της αρέσει περισσότερο τη σοκολάτα από τα λαχανικά.
чуць
Маці чуе многа любові да свайго дзіцятку.
čuć
Maci čuje mnoha liubovi da svajho dziciatku.
αισθάνομαι
Η μητέρα αισθάνεται πολύ αγάπη για το παιδί της.
рашыць
Яна рашыла новую прычоску.
rašyć
Jana rašyla novuju pryčosku.
αποφασίζω
Έχει αποφασίσει για μια νέα κόμη.
вучыць
Яна вучыць свайго дзіцяця плаваць.
vučyć
Jana vučyć svajho dziciacia plavać.
διδάσκω
Διδάσκει το παιδί της να κολυμπά.