pieņemt
Es to nevaru mainīt, man ir jāpieņem tas.
αποδέχομαι
Δεν μπορώ να το αλλάξω, πρέπει να το αποδεχτώ.
labot
Skolotājs labo skolēnu sastādītos uzstādījumus.
διορθώνω
Ο δάσκαλος διορθώνει τις εκθέσεις των μαθητών.
aizvērt
Jums ir stingri jāaizver krāns!
κλείνω
Πρέπει να κλείσεις σφιχτά τη βρύση!
grūstīt
Mašīna apstājās un to vajadzēja grūstīt.
ώθω
Το αυτοκίνητο σταμάτησε και έπρεπε να ώθηθει.