Λεξιλόγιο
Μάθετε Ρήματα – Λετονικά

varēt
Mazais jau var laistīt ziedus.
μπορώ
Το μικρό μπορεί ήδη να ποτίσει τα λουλούδια.

strādāt
Motocikls ir salūzis; tas vairs nestrādā.
δουλεύω
Το μοτοσικλέτα είναι χαλασμένη· δεν δουλεύει πλέον.

gribēt iziet
Bērns grib iziet ārā.
θέλω να βγω
Το παιδί θέλει να βγει έξω.

spert
Ar šo kāju nevaru spert uz zemes.
πατώ
Δεν μπορώ να πατήσω στο έδαφος με αυτό το πόδι.

novietot
Automobiļi ir novietoti pazemes stāvvietā.
παρκάρω
Τα αυτοκίνητα είναι παρκαρισμένα στο υπόγειο γκαράζ.

skaitīt
Viņa skaita monētas.
μετρώ
Μετράει τα νομίσματα.

kliegt
Ja vēlies, lai tevi dzird, tev jākliegdz savs vēstījums skaļi.
φωνάζω
Αν θέλεις να ακουστείς, πρέπει να φωνάξεις το μήνυμά σου δυνατά.

atcelt
Lidojums ir atcelts.
ακυρώνω
Η πτήση ακυρώθηκε.

saņemt atpakaļ
Es saņēmu atpakaļ maiņu.
πήρα
Πήρα τα ρέστα πίσω.

slogot
Biroja darbs viņu stipri sloga.
βαραίνω
Τη βαραίνει πολύ η δουλειά στο γραφείο.

mazgāt
Māte mazgā savu bērnu.
πλένω
Η μητέρα πλένει το παιδί της.
